24/7
CALL3 US
󰀒 02 456 923

Η παρένθετη μητρότητα

󰀄

Η παρένθετη μητρότητα είναι η μέθοδος τεχνητής αναπαραγωγής, επιτρεπόμενη κατόπιν προηγούμενης δικαστικής άδειας, με την οποία μια γυναίκα (φέρουσα ή κυοφόρος ή παρένθετη μητέρα) κατοικούσα στην Ελλάδα και υποβληθείσα σε εξωσωματική γονιμοποίηση και μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ίδια, κυοφορεί και γεννά για λογαριασμό μιας άλλης γυναίκας η οποία επιθυμεί να αποκτήσει παιδί, αλλά δεν μπορεί να κυοφορήσει για ιατρικούς λόγους.

Η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (τεχνητή γονιμοποίηση) επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας. Η υποβοήθηση αυτή επιτρέπεται μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενου προσώπου. Με το Ν. 3305/2005 προβλέπεται ότι οι μέθοδοι της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (Ι.Υ.Α.) εφαρμόζονται με τρόπο που εξασφαλίζει αφενός τον σεβασμό της ελευθερίας του ατόμου και του δικαιώματος της προσωπικότητας και αφετέρου την ικανοποίηση της επιθυμίας για απόκτηση απογόνων, με βάση τα δεδομένα της ιατρικής και της βιολογίας, καθώς και τις αρχές της βιοηθικής. Επιπλέον, προβλέπεται ότι κατά την εφαρμογή των παραπάνω μεθόδων πρέπει να λαμβάνεται κυρίως υπόψη το συμφέρον του παιδιού που θα γεννηθεί.

Με το άρθρο 3 του νόμου αυτού ορίζεται ότι: «Ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (Ι.Υ.Α.) είναι κάθε περίπτωση κυοφορίας και τεκνοποίησης που επιτυγχάνεται με μεθόδους άλλες πλην της φυσιολογικής ένωσης άνδρα και γυναίκας και οι οποίες εφαρμόζονται σε ειδικά οργανωμένες μονάδες ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (Μ.Ι.Υ.Α.)».

Ποιο είναι το νομοθετικό πλαίσιο για την παρένθετη μητρότητα;

Για την παρένθετη μητρότητα προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων και 1458 ΑΚ και 1464 ΑΚ όπως ισχύουν μετά το Ν.3089/2002 ( ΦΕΚ Α 327/23.12.2002) και των άρθρων 2 παρ. 1β, 3 περ. 8, 9, 4, 13 Ν. 3305/2005, άρθρο 8 Ν. Ν.3089/2002.

Στο Σύνταγμα το δικαίωμα της αναπαραγωγής κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος : 1.«Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».

Κατά συνέπεια ο καθένας δικαιούται, στο πλαίσιο της «ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του» να αποκτήσει απογόνους σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Η προσφυγή στις ιατρικές μεθόδους, προκειμένου να αποκτηθούν τέκνα, προστατεύεται από το Σύνταγμα, αρκεί η άσκηση του δικαιώματος της αναπαραγωγής να μην προσκρούει σε δικαιώματα άλλων, να μην παραβιάζει το Σύνταγμα και να μην προσβάλει τα χρηστά ήθη. Θέμα αντίθεσης στους περιορισμούς αυτούς συζητείται ότι μπορεί να υπάρχει σε τρεις περιπτώσεις α) στη μεταθανάτια γονιμοποίηση, β) στην τεχνητή γονιμοποίηση άγαμων μοναχικών γυναικών και γ) στη χρησιμοποίηση «παρένθετης» κυοφόρου γυναίκας.

Συγκεκριμένα, προβλέπεται στο άρθρο 1458 Αστικού Κώδικα ότι: «Η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ιδίαν, και η κυοφορία από αυτήν επιτρέπεται με δικαστική άδεια που παρέχεται πριν από τη μεταφορά, εφόσον υπάρχει έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνία των προσώπων που επιδιώκουν να αποκτήσουν τέκνο και της γυναίκας που θα κυοφορήσει, καθώς και του συζύγου της, αν αυτή είναι έγγαμη.»

Η δικαστική άδεια παρέχεται ύστερα από αίτηση της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει και ότι η γυναίκα που προσφέρεται να κυοφορήσει για λογαριασμό της είναι, ως προς την κατάσταση της υγείας της, κατάλληλη για κυοφορία.»

Σε ό,τι αφορά τη συγγένεια που δημιουργείται από την εφαρμογή της ανωτέρω μεθόδου ιατρικής υποβοήθησης της αναπαραγωγής, το άρθρο 1464 ΑΚ ορίζει ότι μητέρα του τέκνου που θα γεννηθεί τεκμαίρεται αυτή στην οποία χορηγήθηκε η δικαστική άδεια, δηλαδή η γυναίκα που επιθυμεί αλλά αδυνατεί να αποκτήσει τέκνο για ιατρικούς λόγους, και όχι η κυοφόρος γυναίκα.
Για τη σύνταξη της ληξιαρχικής πράξης γέννησης, στο άρθρο 7 του Ν. 3089/2002 (το οποίο προστέθηκε στο άρθρο 20 § 1 εδ. 2 του Ν. 344/1976) ορίζεται ότι θα πρέπει να προσκομίζεται στο ληξιαρχείο και η δικαστική άδεια που δόθηκε στην τεκμαιρόμενη μητέρα, προκειμένου να εγγράφεται αυτή ως η μητέρα του παιδιού.

Στο σχετικό άρθρο 1464 του Αστικού Κώδικα προβλέπεται ότι:

«Σε περίπτωση τεχνητής γονιμοποίησης, αν η κυοφορία έγινε από άλλη γυναίκα, υπό τους όρους του άρθρου 1458, μητέρα του τέκνου τεκμαίρεται η γυναίκα στην οποία δόθηκε η σχετική δικαστική άδεια. Το τεκμήριο αυτό ανατρέπεται, με αγωγή προσβολής της μητρότητας που ασκείται μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από τον τοκετό από την κυοφόρο γυναίκα, εφόσον αποδειχθεί ότι το τέκνο κατάγεται βιολογικά από την τελευταία. Η προσβολή γίνεται από τη δικαιούμενη γυναίκα αυτοπροσώπως ή από ειδικό πληρεξούσιό της ή, ύστερα από άδεια του δικαστηρίου, από τον νόμιμο αντιπρόσωπό της. Με την αμετάκλητη δικαστική απόφαση που δέχεται την αγωγή το τέκνο έχει αναδρομικά από τη γέννησή του μητέρα τη γυναίκα που το κυοφόρησε.»

Οι απαραίτητες από τον νόμο προϋποθέσεις παροχής δικαστικής άδειας για παρένθετη μητρότητα είναι, μεταξύ άλλων, ενδεικτικά οι ακόλουθες:

Η αιτούσα γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο με παρένθετη μητρότητα θα πρέπει αποδεδειγμένα να αδυνατεί να κυοφορήσει για ιατρικούς λόγους, όπως επειδή δεν έχει μήτρα ή η μήτρα της έχει κάποιο πολύ σοβαρό πρόβλημα έχει αφαιρέσει τις ωοθήκες, πάσχει από σοβαρές καρδιακές παθήσεις ή νεφρική ανεπάρκεια, παρουσιάζει ορμονικές δυσλειτουργίες, είχε πολλαπλές αποβολές, υπεβλήθη σε πολλαπλές αποτυχημένες προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης κ.λπ. Επίσης, θα πρέπει η γυναίκα αυτή να βρίσκεται σε αναπαραγωγική ηλικία και να μην έχει υπερβεί το πεντηκοστό έτος της ηλικίας της. Καθοριστικό ρόλο για την επιτυχία της μεθόδου ιατρικώς παίζει η ηλικία του ωαρίου.

Απαραίτητο κρίνεται να διενεργηθεί υποχρεωτικά ιατρική εξέταση για διάφορους ιούς και αρρώστιες (HIV, HIV2, ηπατίτιδας Β και C και σύφιλης) τόσο στη γυναίκα που πρόκειται να κυοφορήσει όσο και σε αυτούς που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο.

Η γυναίκα που πρόκειται να κυοφορήσει (φέρουσα ή κυοφόρος ή παρένθετη) θα πρέπει να υποβάλεται σε ενδελεχή ψυχολογική αξιολόγηση. Επίσης, θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι η γυναίκα που προσφέρεται να κυοφορήσει είναι, ως προς την κατάσταση της υγείας της, κατάλληλη για κυοφορία.

Επιπλέον, απαιτείται έγγραφη συμφωνία και χωρίς αντάλλαγμα μεταξύ των προσώπων που επιθυμούν το παιδί και της κυοφόρου γυναίκας, καθώς και του συζύγου της τελευταίας, αν αυτή είναι έγγαμη.
Στην συμφωνία αυτή, εκτός από τη συμφωνία για τη διενέργεια της πράξης, θα πρέπει να δηλώνουν ότι τα γονιμοποιημένα ωάρια που εμφυτεύονται στη μήτρα της κυοφόρου δε θα ανήκουν στην ίδια. Η έγγραφη αυτή συμφωνία προσκομίζεται στο δικαστήριο για την παροχή της δικαστικής άδειας για την παρένθετη μητρότητα.

Διευκρινίζεται ότι δεν συνιστά αντάλλαγμα η καταβολή των δαπανών που απαιτούνται για την επίτευξη της εγκυμοσύνης, την κυοφορία, τον τοκετό και τη λοχεία, καθώς και η αποζημίωση για κάθε ζημία της κυοφόρου εξαιτίας αποχής από την εργασία της και στέρησης αμοιβών της από εξαρτημένη εργασία λόγω απουσίας, με σκοπό την επίτευξη της εγκυμοσύνης, την κυοφορία, τον τοκετό και τη λοχεία.

Η γυναίκα που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο με παρένθετη μητρότητα και η κυοφόρος θα πρέπει να έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα.

Η γυναίκα που κυοφορεί και γεννά αποκαλείται «κυοφόρος» και η γυναίκα που επιθυμεί το παιδί και έδωσε το γενετικό της υλικό (ωάριο) «γενετική» μητέρα. Ο Νόμος (άρθρο 3 παρ. 9 του ν. 3305/2005) απαγορεύει το ωάριο να προέρχεται από την «κυοφόρο», δηλαδή απαγορεύει ρητά την «πλήρη υποκατάσταση στη μητρότητα», ενώ (το ωάριο) μπορεί να προέρχεται από τρίτη γυναίκα («μερική υποκατάσταση στη μητρότητα»).

error: Content is protected !!