24/7
CALL3 US
󰀒 02 456 923

Η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη

󰀄
Η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη

Η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών ρυθμίζεται: 1) όσον αφορά την διεθνή θαλάσσια μεταφορά, από τους Νόμους 1922/1991 και 4195/2013 και τον (ΕΚ) 392/2009, 2) όσον αφορά την εσωτερική (εθνική) θαλάσσια μεταφορά, από τον ΚΙΝΔ, το Αστικό Δίκαιο, τον Ν. 3709/2008 και τον (ΕΚ) 392/2009 και ειδικότερα:

Δύο χρόνια μετά την υπογραφή της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών, το έτος 1974, η οποία έγινε ευρύτερα αποδεκτή και άρχισε να ισχύει διεθνώς από το έτος 1987, υπογράφηκε στο Λονδίνο ένα τροποποιητικό πρωτόκολλο, το οποίο άρχισε να ισχύει διεθνώς από το έτος 1989. Η Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών και το Πρωτόκολλο του Λονδίνου κυρώθηκαν από την Ελλάδα με τον Νόμο 1922/1991 «Κύρωση Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους και Πρωτοκόλλου της Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους 1971» και άρχισαν να ισχύουν την 1η Οκτωβρίου του 1991.

Στη συνέχεια, το 1990 και το 2002, υπογράφηκαν στο Λονδίνο άλλα δύο τροποποιητικά της Διεθνούς Συμβάσεως πρωτόκολλα, με αντικείμενο την αναθεώρηση των διατάξεων σχετικά με το όριο ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα. Σε αντίθεση με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 2002, εκείνο του 1990 δεν τέθηκε σε ισχύ. Τελικά, η Ελλάδα κύρωσε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 2002 με το νόμο 4195/2013 «Κύρωση του Πρωτοκόλλου του 2002 στη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, του 1974».

Η Διεθνής Σύμβαση των Αθηνών και τα τροποποιητικά της Πρωτόκολλα (Νόμοι 1922/1991 και 4195/2013) δεν περιέχουν πλήρη ρύθμιση της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη, αλλά ρυθμίζουν μόνο το ζήτημα της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα για τις σωματικές βλάβες και τον θάνατο επιβάτη καθώς και τη βλάβη των αποσκευών των επιβατών. Έτσι, για τα κενά που υπάρχουν (όπως η λειτουργία, η κατάρτιση, η απόδειξη, η ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης κ.λπ.) θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των άρθρων 174-189 ΚΙΝΔ και οι γενικές διατάξεις του δικαίου.

Η Σύμβαση των Αθηνών εφαρμόζεται μόνο στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές επιβατών (έτσι όπως ορίζεται στα άρθρα 1§1 και 2§1 του Ν. 1922/1991), ήτοι εφόσον, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού βρίσκονται σε δύο διαφορετικά Κράτη ή σ’ ένα Κράτος, εάν, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς ή το προγραμματισμένο δρομολόγιο, υπάρχει ενδιάμεσο λιμάνι προσέγγισης σε άλλο Κράτος (άρθρο 1§1). Η Σύμβαση των Αθηνών εφαρμόζεται σε διεθνείς μεταφορές, όπως ανωτέρω αυτές ορίζονται, όταν το πλοίο είτε φέρει τη σημαία Κράτους-Μέλους της Σύμβασης είτε είναι νηολογημένο σε Κράτος-Μέλος της Σύμβασης ή η σύμβαση μεταφοράς έχει γίνει σε Κράτος-Μέλος της Σύμβασης ή ο τόπος αναχώρησης ή προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, βρίσκεται σε Κράτος-Μέλος της Σύμβασης (Άρθρο 2§1). Σε αντίθεση με τον Νόμο 2107/1992, που κύρωσε τους Κανόνες Χάγης–Βίσμπυ και επεξέτεινε τις ρυθμίσεις της Διεθνούς Σύμβασης και στην εθνική θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων (άρθρο 2 Ν. 2107/1992), ο Ν. 1922/1991 δεν έκανε το ίδιο, οπότε οι διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών εφαρμόζονται μόνο στη διεθνή θαλάσσια μεταφορά επιβατών και όχι στις εσωτερικές – εθνικές θαλάσσιες μεταφορές τους.

Έτσι, η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη που πραγματοποιείται μεταξύ των ελληνικών λιμένων ρυθμίζεται, όχι από τον Ν. 1922/1991 (που κύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών), αλλά από τον Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ) στα άρθρα 174-189. Εν τούτοις υπάρχουν κενά, ήτοι για παράδειγμα, γίνεται αναφορά μόνο στην ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα για τις αποσκευές του επιβάτη (άρθρο 187 ΚΙΝΔ) και όχι στην ευθύνη για τη σωματική βλάβη ή τον θάνατο ενός επιβάτη. Έχει διατυπωθεί ότι ο νομοθέτης του ΚΙΝΔ του 1958 δε ρύθμισε το όλο ζήτημα, καθώς αναμενόταν η υπογραφή της διεθνούς σύμβασης, της οποίας οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις ήταν σε εξέλιξη. Έτσι, τα κενά που περιέχει ο ΚΙΝΔ καλύπτονται με προσφυγή στις διατάξεις της ναύλωσης (άρθρα 107-173ΚΙΝΔ), εφόσον ταιριάζουν με τη φύση της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών και στις διατάξεις του αστικού δικαίου. Για τις εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές επιβατών το δίκαιο έχει εκσυγχρονιστεί με την έκδοση του Ν. 3709/2008 (Δικαιώματα–Υποχρεώσεις επιβατών και μεταφορέων στις επιβατικές τακτικές θαλάσσιες μεταφορές και άλλες διατάξεις).

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να βελτιώσει την ασφάλεια στις θαλάσσιες μεταφορές και με σκοπό να δοθεί σε όλους του επιβάτες που ταξιδεύουν με πλοίο ένα σύγχρονο νομικό πλαίσιο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων σε περίπτωση ατυχήματος, εξέδωσε (το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο) τον Κανονισμό (ΕΚ) 392/2009 σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος. (L. 131 της 28/5/2009). Ο κανονισμός αυτός δεν προσδιορίζει όλες τις ενοχές και τα δικαιώματα που ανακύπτουν από την κατάρτιση και την εφαρμογή της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς του επιβάτη και των αποσκευών του. Το αντικείμενό του περιορίζεται στο αντικείμενο της Σύμβασης των Αθηνών, με μερικές παρεπόμενες νέες ρυθμίσεις. Το πεδίο εφαρμογής του είναι πιο ευρύ από αυτό της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 392/2009, εκείνος εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε διεθνή μεταφορά κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 9 της σύμβασης των Αθηνών ή στη μεταφορά δια θαλάσσης εντός ενός και μόνο κράτους μέλους με πλοία κατηγορίας Α και Β σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 98/18/ΕΚ. Συνεπώς, ο Κανονισμός αυτός έρχεται να εφαρμοστεί στις εσωτερικές θαλάσσιες μεταφορές και να καλύψει κενά του ΚΙΝΔ.

Βέβαια, τα σχετικά νομοθετήματα δεν είναι τα μοναδικά που αναφέρονται στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς των επιβατών και των αποσκευών τους. Ενδεικτικά υπάρχουν και τα ακόλουθα: ΠΔ 91/1979 («Περί ασφαλίσεως των δι’ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων διακινουμένων επιβατών μεταξύ ελληνικών λιμένων»), ΠΔ 23/1999 («Καταγραφή των ατόμων που ταξιδεύουν με επιβατηγά πλοία που εκτελούν πλόες προς ή από ελληνικούς λιμένες»), ΠΔ 101/1999 («Αναγνώριση Ελληνικών Πλοίων ως επιβατηγών και τροποποίηση των προϋποθέσεων για τη δρομολόγησή τους στις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες και την έκδοση του πρώτου πιστοποιητικού ασφαλείας»), ΠΔ 120/1997 («Το ηλεκτρονικό σύστημα κράτησης θέσεων και έκδοσης εισιτηρίων και αποδείξεων μεταφοράς οχημάτων»), ΠΔ 131/2003 («Η κατάρτιση της σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς επιβατών μέσω του διαδικτύου»), ΠΔ 336/1996 («Περί της συμβάσεως θαλάσσιας περιήγησης έτσι όπως τροποποιήθηκε από το ΠΔ 129/2000»). Εξάλλου, με δεδομένο ότι ο επιβάτης είναι συνάμα και καταναλωτής, αφού αποτελεί τον τελικό αποδέκτη των υπηρεσιών του θαλάσσιου μεταφορέα, εφαρμόζεται και ο Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή.

error: Content is protected !!