Το γραφείο μας λειτουργεί από τον Ιανουάριο του 2019 ως Κέντρο Διαμεσολάβησης για την εξωδικαστική επίλυση αστικών και εμπορικών διαφορών οι οποίες αφορούν στις σχέσεις είτε μεταξύ Ελλήνων πολιτών είτε μεταξύ Ελλήνων και πολιτών άλλων κρατών.
Η διαμεσολάβηση είναι μια μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, στην οποία τα μέρη, με τη βοήθεια και συνδρομή του διαμεσολαβητή, δηλαδή, ενός τρίτου, ανεξάρτητου και ουδέτερου ως προς τα μέρη προσώπου, επιχειρούν να καταλήξουν μέσω της διαπραγμάτευσης μεταξύ τους, σε μία βιώσιμη και αμοιβαία ικανοποιητική διευθέτηση της διαφοράς τους.
Η διαμεσολάβηση έχει πολλά και σημαντικά πλεονεκτήματα, με κυριότερα την ταχύτητα επίλυσης της διαφοράς, την εξοικονόμηση κόστους και το απόρρητο της διαδικασίας.
Με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να επιλυθούν όλες οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς τους και συμφωνήσουν να υπαχθούν στη διαδικασία αυτή. Ενδεικτικά, τέτοιες διαφορές μπορεί να είναι οικογενειακές (εκτός από διαζύγια, ακύρωση γάμου, διαφορές από τη σχέση γονέων και τέκνων κ.λπ.), εργατικές, εμπορικές, για αξιώσεις οικονομικής φύσεως από διάφορες αιτίες, όπως από τροχαία ή άλλα ατυχήματα, για την αποκατάσταση ζημιών ή λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης κ.λπ.
Η υπαγωγή μίας διαφοράς στη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν είναι υποχρεωτική. Όμως στις υποθέσεις που το αντικείμενο της διαφοράς τους ξεπερνά το ποσό των €30.000,00, στις οικογενειακές υποθέσεις καθώς και σ’εκείνες για τις οποίες έχει τεθεί σε ιδιωτική συμφωνία των μερών ρήτρα διαμεσολάβησης, υπάρχει ένα υποχρεωτικό στάδιο μίας μόνον συνάντησης των μερών με τους δικηγόρους τους ενώπιον του διαμεσολαβητή, με σκοπό να εξετάσουν αν η συγκεκριμένη διαφορά τους μπορεί να επιλυθεί με διαμεσολάβηση. Αυτή η συνάντηση ονομάζεται Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία (ΥΑΣ) και πρέπει να λάβει χώρα το αργότερο έως τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο.
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης διακρίνεται για τον εκούσιο χαρακτήρα της και συνήθως ξεκινά με μια κοινή συνάντηση του διαμεσολαβητή με τα μέρη, τα οποία, αφού ενημερωθούν αναλυτικά από τον διαμεσολαβητή για την όλη διαδικασία, παρουσιάζουν τις απόψεις τους για την μεταξύ τους διαφορά. Στη συνέχεια, ακολουθούν είτε κοινές είτε κατ’ ιδίαν συναντήσεις μεταξύ του διαμεσολαβητή και του κάθε μέρους, προκειμένου αυτός να βοηθήσει τα μέρη να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, μεταφέροντας από τη μία στην άλλη πλευρά προτάσεις και αντιπροτάσεις, πάντα, όμως, με τη συναίνεσή τους. Στο τέλος της διαδικασίας ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό επίτευξης ή μη επίτευξης συμφωνίας, ανάλογα με το αν θα καταλήξουν ή όχι τα μέρη σε επίλυση της διαφοράς τους. Καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης έχουν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των μερών που καλούνται στη διαμεσολάβηση νομικοί παραστάτες. Αυτοί παρίστανται υποχρεωτικά με τους εντολείς τους και παρέχουν σ’ αυτούς τις νομικές συμβουλές τους, συνδράμουν σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και συντάσσουν την τελική συμφωνία, στην οποία θα καταλήξουν τα μέρη.
Το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες στη διαδικασία και δύναται να κατατεθεί στη γραμματεία του αρμόδιου Πρωτοδικείου από οποιοδήποτε των μερών, ώστε να αποτελεί εκτελεστό τίτλο υπό τις προϋποθέσεις του νόμου.