24/7
CALL3 US
󰀒 02 456 923

Αντιπροσωπείες και διανομές

󰀄
Αντιπροσωπείες και διανομές

Οι παραγωγοί μπορούν να κυκλοφορήσουν ένα προϊόν στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά με διάφορες μεθόδους. Εκτός από τις απευθείας πωλήσεις στον τελικό πελάτη κάποιας χώρας, πολλοί παραγωγοί καταφεύγουν στην επιλογή της προώθησης στην αγορά μέσω τρίτων προσώπων στην εν λόγω χώρα. Το θετικό ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι ότι αυτοί οι κατά τόπους συνεργάτες είναι πιο εξοικειωμένοι με τις τοπικές συνθήκες ή συνήθειες και είναι σε θέση να γνωρίζουν μια πιο αποτελεσματική στρατηγική μάρκετινγκ. Επομένως, μπορούν να προωθήσουν τα προϊόντα με τρόπο πιο αποδοτικό και αποτελεσματικό. Αυτού του είδους η συνεργασία (η μορφή συνεργασίας) επιλέγεται συχνά από ξένες επιχειρήσεις, και είναι γνωστή με τις μορφές του εμπορικού αντιπροσώπου και του διανομέα.

Η νομοθεσία περί εμπορικών αντιπροσώπων είναι κωδικοποιημένη στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, έτσι ώστε τα δικαιώματα του εμπορικού αντιπροσώπου σε σχέση με τον προμηθευτή να προστατεύονται από πολλές διατάξεις Αναγκαστικού Δικαίου. Δεν υπάρχουν διατάξεις, ωστόσο, που να προστατεύουν τους διανομείς, οπότε τίθεται το ερώτημα σε ποιο βαθμό οι διατάξεις της προστασίας των εμπορικών αντιπροσώπων ισχύουν και για τους (αποκλειστικούς) διανομείς. Ως εκ τούτου, πρώτα πρέπει να καθορίζονται λεπτομερώς οι διάφορες μορφές της συνεργασίας και οι επακόλουθες νομικές συνέπειες.

Εμπορικός αντιπρόσωπος

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος είναι ένας ανεξάρτητος επιχειρηματίας που συνάπτει δικαιοπραξίες για λογαριασμό μίας άλλης εταιρείας και επ’ονόματι της τελευταίας (π.χ. πώληση προϊόντων στους πελάτες στο όνομα μιας άλλης εταιρείας). Ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό τρίτων και λαμβάνει προμήθειες για τις υπηρεσίες του από τον προμηθευτή. Σε αντίθεση με τον διανομέα, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν αγοράζει τα προϊόντα, αλλά ενεργεί ως μεσολαβητής μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη.

Εφόσον υφίστανται τα χαρακτηριστικά αυτά στη σχέση μεταξύ των δύο, προμηθευτή και εμπορικού αντιπροσώπου, τότε θεωρείται ότι υπάρχει σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, και μάλιστα ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη  έγγραφης ή προφορικής σύμβασης: ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει τα ίδια δικαιώματα έναντι του προμηθευτή σε αμφότερες τις περιπτώσεις.

Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας καταρτίζεται ατύπως, το δε «ενυπόγραφο έγγραφο» που αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. β΄ του ΠΔ 219/1991, δεν συνιστά συστατικό τύπο, αλλά προβλέπεται για λόγους αποδεικτικής διευκολύνσεως των μερών, αναφορικά με το περιεχόμενο της σύμβασης. Σε περίπτωση αμφιβολίας, τα δικαστήρια έχουν την τάση να αποφασίζουν υπέρ του εμπορικού αντιπροσώπου, γι’αυτό συνιστούμε οι σχετικές συμβάσεις να συνάπτονται πάντοτε εγγράφως.

Εφαρμοστέο δίκαιο

Προκειμένου να καθοριστεί το εφαρμοστέο δίκαιο, θα πρέπει να γίνεται διάκριση στη σχέση μεταξύ του εμπορικού αντιπροσώπου με τον προμηθευτή αφενός, και της σύμβασης πώλησης μεταξύ του προμηθευτή και του πελάτη από την άλλη. Εάν ο εμπορικός αντιπρόσωπος χρησιμοποιείται για τη διανομή προϊόντων στο εξωτερικό, τότε η σύμβαση μεταξύ προμηθευτή και τελικού πελάτη αποτελεί μια διεθνή σύμβαση πώλησης, οπότε εφαρμόζεται η Σύμβαση της Βιέννης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών περιουσιακών στοιχείων, εφόσον φυσικά τα κράτη της έδρας των συμβαλλομένων συμμετέχουν στη σύμβαση και δεν έχει αποκλειστεί η εφαρμογή της με συμφωνία των μερών.

Η Σύμβαση της Βιέννης περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τις πωλήσεις που εφαρμόζονται, εφόσον τα μέρη σε μια σύμβαση πώλησης προέρχονται από διαφορετικά κράτη που συμμετέχουν στη σύμβαση. Δεδομένου ότι η Σύμβαση της Βιέννης δεν ισχύει για τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όπως η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, και επιπλέον δεν υπάρχει άλλη σύμβαση για το ουσιαστικό δίκαιο των εμπορικών αντιπροσώπων, ισχύει στην περίπτωση αυτή το εθνικό δίκαιο.

Οι διατάξεις σχετικά με τη σύμβαση αντιπροσωπείας έχουν εναρμονιστεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει της οδηγίας 86/653 της 18ης Δεκεμβρίου 1986, η οποία εν τω μεταξύ έχει εισαχθεί στα κατά τόπους εθνικά δίκαια των κρατών-μελών. Στην Ελλάδα, η οδηγία αυτή έχει εισαχθεί δυνάμει του Π.Δ. 219/1991 και περιλαμβάνει λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, ιδίως σχετικά με την προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου.

Ο καθορισμός του εφαρμοστέου σε συμβατικές ενοχές δικαίου προβλέπεται (διέπεται) από τη Σύμβαση της Ρώμης (ήδη κανονισμός Ρώμης), που υπογράφηκε από τα κράτη-μέλη (όπως η Ελλάδα) στη Ρώμη το 1980. Η σύμβαση αυτή εφαρμόζεται επί συμβατικών ενοχών στις οποίες συμμετέχουν συμβαλλόμενοι που προέρχονται από διαφορετικά κράτη-μέλη. Τα μέρη έχουν, βάσει αυτής, τη δυνατότητα να ορίσουν με συμβατική ρήτρα το εθνικό δίκαιο που προτιμούν να εφαρμοστεί. Εάν δεν έχει γίνει ρητή επιλογή κάποιου δικαίου ως εφαρμοστέου στη σύμβαση, τότε βάσει του άρ. 4 της Σύμβασης της Ρώμης εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους με το οποίο η σύμβαση εμφανίζει τη στενότερη σχέση ή του κράτους στο οποίο εκπληρώνεται η χαρακτηριστική για τον τύπο της σύμβασης παροχή. Στην περίπτωση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, θεωρείται ότι χαρακτηριστική είναι η παροχή του αντιπροσώπου.

Με τις αναθεωρημένες διατάξεις του Κανονισμού 1215/2012 Βρυξέλλες (Ibis) περί θεμάτων “διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές διαφορές”, υπάρχει η ενίσχυση των συμφωνιών παρέκτασης δικαιοδοσίας σε σχέση με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 44/2001. Η ενίσχυση των συμφωνιών παρέκτασης γίνεται με την προσθήκη δύο παραγράφων στο (νέο) άρθρο 25 του Κανονισμού, με το οποίο προβλέπεται, αφενός η αυτοτέλεια της συμφωνίας παρέκτασης από την κυρίως σύμβαση ουσιαστικού δικαίου και αφετέρου το εφαρμοστέο δίκαιο στην ουσιαστική εγκυρότητα της συμφωνίας αυτής. Ειδικότερα, με το νέο άρθρο 25-5 του Κανονισμού ορίζεται ρητά (η θέση αυτή επικρατούσε ήδη στη διεθνή επιστήμη, αλλά και στη νομολογία του ΔΕΚ, βλ. π.χ. C-269/95, που καλείτο να ερμηνεύσει τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 44/2001) ότι: «Συμφωνία καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας που αποτελεί στοιχείο σύμβασης λογίζεται ως συμφωνία ανεξάρτητη από τους λοιπούς όρους της σύμβασης. Η εγκυρότητα μιας συμφωνίας καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας δεν επιδέχεται προσβολής εκ μόνου του λόγου ότι η σύμβαση δεν είναι έγκυρη.»

Δικαιοδοσία

Ανεξάρτητα από το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου, τίθεται και το ζήτημα των αρμοδίων δικαστηρίων, στα οποία τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να υπαγάγουν τυχόν διαφορές που θα προκύψουν μεταξύ τους. Η επιλογή μπορεί να γίνει συμβατικά μέσω μίας ρήτρας δικαιοδοσίας. Με τη ρήτρα αυτή καθορίζονται τα αρμόδια δικαστήρια σε περίπτωση διαφορών. Αν δεν ορίσουν κάτι άλλο τα μέρη, τα δικαστήρια αυτά έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία για τις εν λόγω διαφορές.

Σε περίπτωση που δεν καθοριστούν δικαστήρια ως αποκλειστικά αρμόδια, μπορεί να συμφωνηθεί ως αρμόδιο δικαστήριο αυτό του τόπου εκπλήρωσης της παροχής των μερών. Με τον τρόπο αυτό μπορούν (εμμέσως) να καθοριστούν τα αρμόδια δικαστήρια, όπως ορίζει το άρ. 6 παρ. 1 του κανονισμού 44/2001 της 22ας Δεκεμβρίου 2000.

Λύση της σύμβασης

Το αντικείμενο της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας είναι ουσιαστικά η παροχή μιας υπηρεσίας, ο σκοπός της οποίας συνίσταται κατά κύριο λόγο στην πώληση αγαθών. Η σύμβαση μπορεί να συναφθεί για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και μπορεί να τερματιστεί με καταγγελία που απευθύνεται προς τον έτερο συμβαλλόμενο. Η προθεσμία καταγγελίας είναι διαφορετική ανάλογα με τον χρόνο που διήρκεσε η σύμβαση. Για αποδεικτικούς σκοπούς είναι καλό η έγγραφη καταγγελία να αποστέλ(λ)εται είτε με courier είτε με δικαστικό επιμελητή.

Αξίωση αποζημίωσης πελατείας κατά τη λήξη της σύμβασης

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (Π.Δ. 219/1991, άρθρο 9), ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται εύλογης αποζημίωσης, με την οποία αντισταθμίζεται η ωφέλεια που προσέφερε αυτός στον προμηθευτή.

Έτσι, η αποζημίωση πελατείας, όπως αυτή ονομάζεται, είναι μια ιδιόρρυθμη αξίωση αμοιβής, που κινείται μεταξύ δύο ισοδύναμων πόλων, εκείνου της αμοιβής και εκείνου της επιείκειας, οι οποίοι δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ως ένα είδος εύλογης ή δίκαιης αποζημίωσης. Με το άρθρο 9 του Π.Δ. 219/1991 τίθενται τρεις ισοδύναμες προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά (προκειμένου ο εμπορικός αντιπρόσωπος να δικαιούται αποζημίωση πελατείας, μετά τη λύση της σύμβασης): α) η εισφορά νέων πελατών ή η σε σημαντικό βαθμό προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες από τον εμπορικό αντιπρόσωπο κατά τη διάρκεια της σύμβασης, β) η διατήρηση ουσιαστικών ωφελειών από τον εντολέα – αντιπροσωπευόμενο, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς μετά τη λύση της σύμβασης και γ) η καταβολή της αποζημίωσης να είναι «δίκαιη» αν ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις καθεμίας συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδιαίτερα οι προμήθειες που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς.

Για να καθορίσει το ύψος της αποζημίωσης αυτός που εφαρμόζει το δίκαιο θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα εξής: α) την πελατεία που παραμένει μετά τη λύση της σύμβασης στον αντιπροσωπευόμενο, β) αν αυτή η πελατεία δημιουργήθηκε από τον εμπορικό αντιπρόσωπο, καθώς και γ) το κέρδος που προσδοκούσε ο εμπορικός αντιπρόσωπος, αν συνεχιζόταν η σύμβαση, προφανώς, από τις προμήθειες που θα λάμβανε. Για το ύψος της αποζημίωσης θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και τυχόν υπάρχουσα ρήτρα μη ανταγωνισμού μετά τη λύση της σύμβασης. Τέλος, σημειώνεται ότι το ίδιο άρθρο στην παρ. 2 θεσπίζει το ανώτατο ύψος στο οποίο είναι δυνατό να διαμορφωθεί η αποζημίωση πελατείας. H αξίωση δεν υφίσταται σε περίπτωση που ο εμπορικός αντιπρόσωπος συμφωνεί με τον προμηθευτή να εκχωρηθεί η συμβατική σχέση σε κάποιον τρίτο.

Περαιτέρω αξιώσεις

Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν την τάση να επιδικάζουν περαιτέρω αποζημίωση, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του Αστικού Δικαίου, πέραν της αποζημίωσης πελατείας. Τούτο βασίζεται στο γεγονός ότι η ανωτέρω ευρωπαϊκή οδηγία και το στηριζόμενο σ’ αυτήν ΠΔ 219/1991 ορίζει στο άρθρ. 9 παρ. 1 γ ότι δεν αποκλείονται περαιτέρω αξιώσεις αποζημίωσης (π.χ. από αδικοπραξία ή σύμφωνα με τις γενικές αρχές του Αστικού Δικαίου). Εφόσον προκύπτει περαιτέρω ζημία λόγω της καταγγελίας της σύμβασης – πέραν της απώλειας των προμηθειών και των πελατών – μπορεί ο εμπορικός αντιπρόσωπος να εγείρει περαιτέρω αξιώσεις αποζημίωσης βάσει των γενικών αρχών του αστικού δικαίου.

Αυτό μπορεί να συμβαίνει π.χ. σε περίπτωση βλάβης της φήμης ή όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος αναγκάστηκε να προβεί σε μεγάλες επενδύσεις λίγο πριν από τον τερματισμό της συνεργασίας, ενώ ευλόγως ανέμενε, βάσει της συμπεριφοράς του προμηθευτή, ότι η συνεργασία θα ήταν μακροχρόνια.

Στην περίπτωση αυτή εντάσσονται μερικές υποθέσεις παράβασης του νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού, εφόσον επιδιώκεται ο εκτοπισμός του εμπορικού αντιπροσώπου από την αγορά ή παράβασης του νόμου περί ελευθέρου ανταγωνισμού με την καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης του προμηθευτή.

Αποκλειστικός διανομέας

Δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας αποτελεί η σύμβαση αποκλειστικής διανομής, δηλαδή η ιδιόρρυθμη και διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πουλάει, αποκλειστικώς για μία ορισμένη περιοχή, στον άλλον (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα, τα οποία, στη συνέχεια, ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Και ενώ, καταρχήν, σε αντίθεση με τον αποκλειστικό διανομέα, που συναλλάσσεται με τους τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του, αναλαμβάνοντας πλήρως τον επιχειρησιακό κίνδυνο, ο εμπορικός αντιπρόσωπος εκτελεί βοηθητική εργασία διαμεσολαβήσεως στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, τελικά δεν αποκλείεται μια συγκεκριμένη σύμβαση αποκλειστικής διάθεσης (διανομής) να προσομοιάζει, κατά περιεχόμενο, με τη σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας, προς την οποία και να ταυτίζεται κατά τα ουσιώδη μέρη.

Στη σύμβαση αποκλειστικής διανομής, το πλεονέκτημα για τον προμηθευτή από τη μια πλευρά είναι ότι λαμβάνει το τίμημα των προϊόντων, ακόμη και πριν αυτό καταλήξει στον τελικό καταναλωτή. Από την άλλη μεριά, δεν υπάρχει καμία άμεση έννομη σχέση μεταξύ του τελικού πελάτη και του προμηθευτή, με αποτέλεσμα ο διανομέας να φέρει τον κίνδυνο της αφερεγγυότητας του τελικού πελάτη. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο διανομέας είναι συμβατικά υποχρεωμένος να αγοράζει ελάχιστες ποσότητες από τον προμηθευτή, ενώ κατά κανόνα θα πρέπει να διενεργήσει κάποιες επενδύσεις για να επιτύχει τούτο.

Ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τους εμπορικούς αντιπροσώπους

Σύμφωνα με την Ελληνική νομολογία, η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τους εμπορικούς αντιπροσώπους στους αποκλειστικούς διανομείς προϋποθέτει ότι η συμβατική σχέση παρουσιάζει κάποια στοιχεία συγκρίσιμα με εκείνα του εμπορικού αντιπροσώπου. Ο αποκλειστικός διανομέας, ειδικότερα, θα πρέπει να παρουσιάζεται ως ενσωματωμένος στο δίκτυο πωλήσεων του προμηθευτή (π.χ. κατανομή σε μια συγκεκριμένη περιοχή πωλήσεων, δέσμευση ελαχίστων αγορών, απαγόρευση του ανταγωνισμού). Επιπλέον, ο αποκλειστικός διανομέας πρέπει να έχει συμβατική δέσμευση να παραδώσει στον προμηθευτή τα στοιχεία και τις διευθύνσεις των πελατών που αποκτήθηκαν κατά την διάρκεια της σύμβασης και να εξασφαλίσει την πρόσβαση στα στοιχεία των πελατών.

Η τελευταία τάση της νομολογίας είναι να αναγνωρίζεται αξίωση αποζημίωσης πελατείας στους αποκλειστικούς διανομείς, ακόμη και σε περίπτωση μίας μη εγκύρως συμφωνηθείσας μεταβίβασης της πελατείας κατά τον τερματισμό της σύμβασης. Για τον λόγο αυτό προτείνεται να συμφωνείται τουλάχιστον μία υποχρέωση διαγραφής του πελατολογίου κατά τη λύση της σύμβασης.

Λύση της σύμβασης και νομικές συνέπειες

Εάν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις για ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων περί εμπορικών αντιπροσώπων, η σύμβαση διανομής μπορεί να λυθεί τηρώντας τις προθεσμίες που ισχύουν και για τους εμπορικούς αντιπροσώπους.

Ο αποκλειστικός διανομέας μπορεί να διεκδικήσει και εύλογη αποζημίωση σύμφωνα με τις ίδιες αρχές, όπως και ο εμπορικός αντιπρόσωπος, κατά τον τερματισμό της σύμβασης. Υπάρχουν, όμως, κάποιες ιδιαιτερότητες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της εύλογης αποζημίωσης, καθώς ο αποκλειστικός διανομέας δε λαμβάνει προμήθειες. Το κέρδος του προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής πώλησης ή από πιθανές πληρωμές μπόνους, αντίστοιχα.

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία ο προμηθευτής μπορεί επιπλέον να υποχρεωθεί να καταβάλει αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης χωρίς την τήρηση της νόμιμης προθεσμίας. Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τον εμπορικό αντιπρόσωπο ισχύουν και στην περίπτωση αυτή. Ο προμηθευτής μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει αποζημίωση για το διάστημα της προθεσμίας για την καταγγελία που δεν τηρήθηκε, λαμβάνοντας υπόψη τα κέρδη που απώλεσε ο αποκλειστικός διανομέας.

error: Content is protected !!